τσαμπούνημα

τσαμπούνημα
το, Ν [τσαμπουνώ]
1. το παίξιμο τής τσαμπούνας
2. μτφ. α) κλαψούρισμα
β) μωρολογία, φλυαρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαμπούνημα — το, ατος 1. το παίξιμο της τσαμπούνας (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψούρισμα, γκρίνιασμα συνεχές: Το τσαμπούνημα του μωρού παιδιού. 3. φλυαρία, μωρολογία, ανοησία: Με κούρασαν τα τσαμπουνήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαμπούνισμα — το, Ν [τσαμπουνίζω] τσαμπούνημα …   Dictionary of Greek

  • τσαμπούνισμα — το, ατος τσαμπούνημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”